- ἔναγμος
- ἔναγμος, ον,A of a fracture,
περιφέρεια Sor.Fract.10
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
περιφέρεια Sor.Fract.10
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
έναγμος — ἔναγμος, ον (Α) αυτός που βρίσκεται ή ανήκει σε κάταγμα … Dictionary of Greek